- κολυμβήθρα
- κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθραplace for divingfem nom/voc/acc dualκολυμβήθρᾱ , κολυμβήθραplace for divingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολυμβήθρᾳ — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθρα — κολυμβήθρα, η και κολυμπήθρα, η ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται οι χριστιανόπαιδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
κολυμβήθρας — κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem acc pl κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραι — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραν — κολυμβήθρᾱν , κολυμβήθρα place for diving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβηθρῶν — κολυμβήθρα place for diving fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβῆθραι — κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβήθραις — κολυμβήθρα place for diving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek